- ἀμφιβίου
- ἀμφίβιοςliving a double lifemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πρωτέας — (proteus anguinus). Αμφίβιο της οικογένειας των πρωτεϊδών, της τάξης των ουροδελών. Ζει στα νερά των σπηλαίων της Ιστρίας, της Καρνιόλης και της Δαλματίας και τρέφεται κυρίως με σκουλήκια και μικρά καρκινοειδή. Ο π. έχει συνολικό μήκος 23 28 εκ.… … Dictionary of Greek
αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… … Dictionary of Greek
αμφιβιοτικός — ή, ό [αμφίβιος] αυτός που έχει την ιδιότητα τού αμφιβίου, που μπορεί δηλ. να ζει και στην ξηρά και στο νερό … Dictionary of Greek
βάτραχος — (rana). Αμφίβιο που ανήκει στο γένος ράνη της οικογένειας των ρανίδων. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη είναι ο β. ο κοινόςπράσινοςεδώδιμος. Ο λαός τον αποκαλεί και βατράχι, βαθράκι, βαθρακό, μπάκακα και βάθρακα. Το στόμα του είναι πολύ ευρύ και… … Dictionary of Greek
πρωτέας — (proteus anguinus). Αμφίβιο της οικογένειας των πρωτεϊδών, της τάξης των ουροδελών. Ζει στα νερά των σπηλαίων της Ιστρίας, της Καρνιόλης και της Δαλματίας και τρέφεται κυρίως με σκουλήκια και μικρά καρκινοειδή. Ο π. έχει συνολικό μήκος 23 28 εκ.… … Dictionary of Greek
χέλυδρος — ο, ΝΑ νεοελλ. παλαιότερη ονομασία τής νεροχελώνας χελύδρα αρχ. 1. είδος αμφίβιου φιδιού 2. είδος νεροχελώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χελ τού χέλυς «χελώνα» + υδρος (< ύδωρ), πρβλ. χέρσ υδρος] … Dictionary of Greek
χέρσυδρος — ο, ΝΑ νεοελλ. παλαιότερη ονομασία γένους οφιδίων αρχ. ονομασία αμφίβιου φιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + υδρος (< ὕδωρ*), πρβλ. μελάν υδρος, ὀλιγό ϋδρος] … Dictionary of Greek
αξολότλ — Προνυμφική μορφή αμφίβιου ουροδελούς (αμβλύστομο η τίγρις), είδους σαλαμάνδρας που ζει στις λίμνες των ΗΠΑ, του Καναδά και του Μεξικού. Για πολύ καιρό οι επιστήμονες πίστευαν πως το α., που μέχρι τότε γινόταν εύκολα η εκτροφή και η αναπαραγωγή… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
κοτιλοσαύρια — (cotylosauria). Τάξη πρωτόγονων χερσαίων ερπετών, που έζησαν από τη λιθανθρακοφόρο έως την τριασική περίοδο και θεωρούνται πρόγονοι των σημερινών ερπετών. Οι κ. είχαν σώμα μήκους από 0,3 3 μ., με κοντόχοντρα και κωνικά μέλη, στρογγυλεμένα δόντια… … Dictionary of Greek